- κατσιάζω
- κατσιάζω, κάτσιασα, κατσιασμένος βλ. πίν. 35
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κατσιάζω — [κατσί] 1. (κυρίως για γάτες) αδυνατίζω υπερβολικά και χάνω το τρίχωμά μου 2. (για φυτά) εξασθενώ, παρουσιάζω σημεία μαρασμού 3. κάνω κάποιον ή κάτι να αδυνατίσει ή να μαραθεί … Dictionary of Greek
κατσιάζω — κάτσιασα, κατσιασμένος, κάνω κάτι να χάσει τη ζωηρότητά του, μαραίνω, μαραίνομαι: Μην πιάνετε πολύ το γατάκι και το κατσιάσετε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γατιάζω — και γατσιάζω και κατσιάζω [γατί, γατσί, κατσί] 1. (αμτβ. για πρόσ. και ζώα) χάνω τη ζωηρότητά μου, αδυνατίζω 2. αγριεύω σαν τη γάτα … Dictionary of Greek
ζουριάζω — 1. κάνω κάποιον ή κάτι καχεκτικό, μαραίνω, κατσιάζω («τό ζούριασε η αρρώστια το παιδί») 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ζουριασμένος, η, ο μικρός στο ανάστημα, καχεκτικός 3. (αμτβ.) γίνομαι καχεκτικός, ατροφικός, φθίνω, μαραζώνω (φρ. «ζούριασαν οι… … Dictionary of Greek
κάτσιασμα — το [κατσιάζω] απώλεια τής φρεσκάδας και τής ζωντάνιας, μαρασμός … Dictionary of Greek
ζουριάζω — ιασα, ζουριασμένος, η, ο 1. μτβ., κάνω κάτι ή κάποιον καχεκτικό, τον μαραζιάζω, τον κατσιάζω. 2. αμτβ., γίνομαι ατροφικός (καχεκτικός), μαραζώνω, μαραζιάζω. 3. η μτχ. παθ. πρκ., ζουριασμένος, η, ο καχεκτικός, μαραμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)